- προσαναγιγνώσκω
- Α [ἀναγιγνώσκω]διαβάζω επί πλέον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσαναγινωσκομένου — προσαναγιγνώσκω read besides pres part mp masc/neut gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναγνῶναι — προσαναγιγνώσκω read besides aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναγνόντες — προσαναγιγνώσκω read besides aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσανεγνωκόσιν — προσαναγιγνώσκω read besides perf part act masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσανεγνώσθη — προσαναγιγνώσκω read besides aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσανέγνω — προσαναγιγνώσκω read besides aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek